- ραγολογώ
- ῥαγολογῶ, -έω, ΝΑ, και ρωγολογώ Ν [ῥαγολόγος]μαζεύω ρώγες ή τα υπολείμματα από τα τσαμπιά κλημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραγολογώ — ησα, μαζεύω ρώγες σταφυλιών ή τα τελευταία σταφύλια στα κλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιρραγολογώ — ἐπιρραγολογῶ, έω (AM) ραγολογώ, μαζεύω τα σταφύλια που έμειναν πάνω στα κλήματα μετά τον τρύγο … Dictionary of Greek
ραγίζω — (I) και ραΐζω Ν 1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι) 2. (μτβ.) διακόπτω την … Dictionary of Greek
ραγολόγημα — το, Ν [ραγολογώ] η συλλογή μούρων ή ρωγών σταφυλιών … Dictionary of Greek
ρωγολογώ — και έω, Ν βλ. ραγολογώ … Dictionary of Greek